καθιστήριον

καθιστήριον
καθιστήριον, τὸ (Α) [καθίζω]
1. (πάπ. και σχόλ.) έδρα, κάθισμα
2. πάπ. το μέρος τού σπιτιού που είναι προορισμένο για υποδοχή ή για κατάλυμα τών ξένων, ξενώνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καθιστήριον — seat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθιστήρια — καθιστήριον seat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”